- κερατόφρυς
- (Ceratophrys). Γένος άνουρων αμφιβίων, τα οποία χαρακτηρίζονται από την παρουσία μιας απόφυσης σαν κέρατο πάνω από κάθε μάτι. Ορισμένα από αυτά διαθέτουν μυζητήρες και φυμάτια, ενώ άλλα έχουν στο κεφάλι δερματικές αποστεώσεις. Οι κ. είναι συνήθως πολύχρωμοι (κυριαρχούν το κόκκινο και οι αποχρώσεις του) και το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται μεταξύ 10 και 18 εκ. Οι περισσότεροι ζουν σε υγρά, ελώδη δάση και ελάχιστοι στο νερό. Τρέφονται με μικρά σπονδυλωτά καθώς και με διάφορα ασπόνδυλα (μαλάκια κλπ.). Οι γυρίνοι τους έχουν ισχυρές σιαγόνες και καταβροχθίζουν τους γυρίνους των άλλων αμφιβίων. Οι δερματικές εκκρίσεις ορισμένων κ. είναι ακίνδυνες, ενώ άλλων εξαιρετικά δηλητηριώδεις. Το γένος αυτό αριθμεί 14 είδη, τα οποία είναι ιθαγενή της Νότιας Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.